επιξενούμαι

επιξενούμαι
ἐπιξενοῡμαι, -όομαι (AM) [επίξενος]
φιλοξενούμαι
μσν.
1. ταξιδεύω
2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης
αρχ.
1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῡσθαι τοῑς τηλικούτοις», Ισοκρ.)
2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο
3. έχω σχέσεις ξενίας με κάποιον, είμαι στενός φίλος του («ἐπιξενῶσθαι πολλοῑς καὶ πιστευθῆναι ἐν τῇ Ἑλλάδι», Δημοσθ.)
4. μτφ. παρέχομαι, αποδίδομαι («ἡ ἐπιξενωθεῑσα σώμασι μοῑρα» — το μέρος που παρέχεται στα σώματα, Ηράκλ.)
5. μέσ. επικαλούμαι τη φιλόξενη, την ευμενή μαρτυρία («ἐπιξενοῡμαι ταῡτα δ’ ώς θανουμένη», Αισχύλ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιξενοῡσθαι, μαρτύρεσθαι, πορεύεσθαι
Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσσαις».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιξενοῦμαι — ἐπιξενόομαι to be entertained as pres ind mp 1st sg ἐπιξενόομαι to be entertained as pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιξένωμα — ἐπιξένωμα, τὸ (Μ) [επιξενούμαι] φιλοξενία («φιλιοῡσθαι λαϊκοῑς εἰς ἐπιξενώματα», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • επιξένωσις — ἐπιξένωσις, ἡ (Α) [επιξενούμαι] επίσκεψη ξένου τόπου και επικοινωνία, σχέση με τους εκεί κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

  • προεπιξενούμαι — όομαι, Α γίνομαι προηγουμένως δεκτός ως φιλοξενούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιξενοῦμαι «φιλοξενούμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”